- καλοτροπίδα
- (Calotropis). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ασκληπιαδιδών, που περιλαμβάνει αειθαλείς θάμνους ή δέντρα των τροπικών περιοχών της νότιας Ασίας, της Αραβικής χερσονήσου και της Αφρικής. Το κυριότερο είδος, η κ. η γιγάντεια, καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό φυτό. Ο γαλακτώδης χυμός του χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στη βιομηχανία (ελαστικό κόμμι), ενώ το χνούδι των σπερμάτων του είναι κατάλληλο για το εσωτερικό των στρωμάτων και των μαξιλαριών.
Dictionary of Greek. 2013.